λιμενοσκόπος

λιμενοσκόπος
Προσωνυμία της Εκάτης, την οποία θεωρούσαν φύλακα και προστάτισσα των λιμανιών. Με την ίδια προσωνυμία λατρευόταν ο Δίας και ο Απόλλων σε διάφορες πόλεις, ως προστάτες των λιμανιών τους.
* * *
λιμενοσκόπος, -ον (Α)
(επίκληση τού Διός, τής Αρτέμιδος και τού Φοίβου) αυτός που επιτηρεί και προστατεύει τα λιμάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, -ένος + -σκόπος (σκοπῶ), πρβλ. αστερο-σκόπος, οιωνο-σκόπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λιμενοσκόπος — watching the harbour masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμενοσκόπω — λιμενοσκόπος watching the harbour masc/fem/neut nom/voc/acc dual λιμενοσκόπος watching the harbour masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμενοσκόπε — λιμενοσκόπος watching the harbour masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek

  • λιμένας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 35 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστιχοχωρίων του νομού Χίου. Μέχρι το 1981 ονομαζόταν Πασά Λιμάνι. * * * και λιμήν, ο (AM λιμήν, ένος) 1. φυσική ή τεχνητή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”